- ἀποπιάζω
- V 0-1-0-0-0=1 JgsA 6,38to squeeze tight; neol.?
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἀποπιάζει — ἀποπιάζω squeeze out pres ind mp 2nd sg ἀποπιάζω squeeze out pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπιασθεῖσα — ἀποπιάζω squeeze out aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπίασον — ἀποπιάζω squeeze out aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπιάσας — ἀποπιά̱σᾱς , ἀποπιάζω squeeze out fut part act fem acc pl (doric) ἀποπιά̱σᾱς , ἀποπιάζω squeeze out fut part act fem gen sg (doric) ἀποπιάσᾱς , ἀποπιάζω squeeze out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՔԱՄԵՄ — (եցի.) NBH 2 0977 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 13c, 14c ն. στραγγίζω, ἑκστραγγίζω, καταστραγγίζω guttatim exprimo ἁποπιάζω, διυλίζω եւն. Ճմլելով եւ սեղմելով կաթեցուցանել. մզել. ʼի դուրս բերել զմիջին հիւթս, անցուցանել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)